- κορυθαίολος
- κορυθαίολος, -ον, και ποιητ. τ. κορυθαιόλος, -ον (Α)1. (για τον Έκτορα και τον Άρη)αυτός που κινεί ταχέως την περικεφαλαία ή το λοφίο της («Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.)2. (κωμ. μτφ. για λογομαχία) σφοδρός («ίππολόφων τε λόγων κορυθαίολα νείκη», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + αἰόλος «γρήγορος»].
Dictionary of Greek. 2013.